- λυκόστομος
- λῠκό-στομος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυκόστομος — λυκόστομος, ὁ (Α) το ψάρι εγγραυλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, στενό στομος] … Dictionary of Greek
λυκόστομος — wolf mouth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοστόμους — λυκόστομος wolf mouth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκόστομοι — λυκόστομος wolf mouth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκόστομον — λυκόστομος wolf mouth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek